Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Το ηθικό πλεονέκτημα του ρουσφετιού

Με ένα μακροσκελές κείμενο, ο γραμματέας νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ Ιάσονας  Σχινάς-Παπαδόπουλος, «απαντάει» στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» που έβγαλε στη φορά το διορισμό συγγενών του στο Δημόσιο. Για την ακρίβεια, μας αναλύει για ποιο λόγο αυτός και το σόι του αξίζουν να στέκονται σε περίοπτες θέσεις στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής Αριστεράς, χωρίς να μας εξηγήσει φυσικά πώς αυτό συνεπάγεται σε αξιοκρατικό διορισμό στο Δημόσιο. Εν τέλει, αποφεύγει να μας απαντήσει για τα καθεαυτό ρουσφέτια.

Το θράσος και τα τεράστια κενά λογικής του μικρού Ιάσονα δεν ξεπήδησαν από το πουθενά. Καλλιεργούνται χρόνια τώρα, εν μέσω της κυριαρχίας του παραλογισμού, του συναισθηματισμού και της δημόσιας υποβάθμισης της λογικής και του ορθολογισμού. Εγώ θεωρώ ότι ο μικρός Ιάσονας δεν λέει ψέμματα. Δεν προσπαθεί να κρύψει κάτι. Απαντά, με την ηθική και τις αξίες που μεγάλωσε. Σαν ένας κακομαθημένος άχρηστος που αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες του όταν κάποιος του τις δείχνει κατάμουτρα. Ο μικρός Ιάσονας, δεν έμαθε ποτέ του να συντάσσει ένα κείμενο της προκοπής, οπότε στην «απάντησή» του μαρτυρούμε ένα κλασσικό εφηβικό κατεβατό που ξεκινάει με μία ιστορική αναδρομή ποινικοποίησης της περιόδου της «ευημερίας» και μετά ξεφεύγει σε ένα συναισθηματικό, οργισμένο παραλλήρημα, σχεδόν αστείο σε αρκετά σημεία που θα ζήλευε κάθε τσαντισμένο 15χρονο.

Αυτό όμως, με χαροποιεί ιδιαίτερα γιατί, διαβάζοντας την «απάντησή» του, με εξόργισε τόσο πολύ, που μου δίνει το δικαίωμα να του απαντήσω στον ίδιο συναισθηματικό, δραματικό και άνευ ουσίας τόνο.

Άκου λοιπόν μικρέ Ιάσονα. Στις καταλήψεις του 1991, τότε που εσύ ήσουν τριών χρονών, κι εγώ μέλος 15μελούς και κατέβαινα για πρώτη φορά σε πορεία στο κέντρο, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τους ανθρώπους που βρίσκονταν πίσω από τέτοιες καταστάσεις. Γνώρισα λοιπόν καθηγητές που είχαν να πατήσουν στο σχολείο χρόνια, αλλά όντες μαχητικοί συνδικαλιστές, είχαν εξασφαλισμένο το μηνιάτικο μισθό τους (εις βάρος όλων των φορολογούμενων) έχοντας χάσει όμως κάθε επαφή με την επιστήμη τους. Αυτοί οι απίθανοι τύποι λοιπόν, όποτε έπαιρναν εντολή από το Κόμμα, εμφανίζονταν ως δια μαγείας από το πουθενά με σκοπό να διαταρράξουν την ομαλή λειτουργία του σχολείου. Αυτοί, πούλαγαν παραμύθια σε εμάς, κι εμείς με τη σειρά μας, κάναμε κατάληψη. Μας βοηθούσαν να συντάξουμε και 1-2 χαζοαιτήματα, οπότε όταν μας ρώταγε κανείς, την παπαγαλία την είχαμε στο τσεπάκι.

Επειδή λοιπόν, από τόσο μικρή ηλικία κατάλαβα ότι αυτό παίζει και στο Πανεπιστήμιο, αλλά και στην μετέπειτα επαγγελματική ζωή, αποφάσισα να πάω να σπουδάσω έξω. Όχι ως υπεράνω ή επειδή είχα την ωριμότητα της απόφασής μου. Απλά επειδή αυτό που ήθελα να σπουδάσω το αγαπούσα πολύ, ήθελα να βεβαιωθώ ότι θα το κάνω σωστά.

Από το δεύτερο έτος κι όλας, ήμουν οικονομικά ανεξάρτητος, με ένα εξαντλητικό ωράριο που συνδύαζε σπουδές, μελέτη και δουλειά για τα επόμενα χρόνια. Αξιώθηκα και μία υποτροφία για μεταπτυχιακές σπουδές, οπότε εκείνη την χρονιά κατάφερα να είμαι λίγο πιο άνετα οικονομικά.

Επέστρεψα στην Ελλάδα την εποχή της «ευημερίας» όπως σωστά χαρακτηρίζεις κι εσύ. Τότε που ο δικομματισμός μεσουρανούσε και τα διακοποδάνεια έβγαιναν με το κιλό. Αλλά ακόμα και τότε, εμένα με χάλαγε κάτι πολύ περισσότερο από το κομματοκρατικό Κράτος και το κρατικοδίαιτο πελατολόγειό του. Με χάλαγε η έλλειψη αξιοκρατίας. Παντού όμως. Στο δημόσιο, στον ιδιωτικό τομέα, σε χαμηλές ή ψηλές θέσεις. Μία ολόκληρη κοινωνία βουτηγμένη στην αναξιοκρατία και την αδικία. Και ακόμα περισσότερο με χάλαγαν κάποιοι συνάδελφοι που ενώ είχαν διοριστεί με μέσο, δεν είχαν την εντιμότητα να κρατάνε χαμηλό το βλέμμα. Όχι. Η αξία που πρόττασαν για τους εαυτούς τους ήταν το μέσο. «Εμένα με έφερε εδώ ο τάδε οπότε σας έχω όλους γραμμένους. Και μη μου κουνιέται και κανείς γιατί θα μιλήσω στον τάδε και θα χάσετε τη δουλειά σας».

Αυτό ονομάζεται ρουφιανιλίκι, αγαπητέ επαναστάτη του κώλου. Όχι να βγάζεις στη φόρα κάτι που ισχύει. Αλλά να χρησιμοποιείς τον γνωστό σου (συγγενή, ιδεολογικό σύντροφο, κολλητό, κλπ) για να πατήσεις εσύ πάνω στο πτώμα του άλλου. Μία μέθοδο που ο φασισμός και η δική σου ιδεολογική σαλάτα εναγκαλιάζουν εγκάρδια. Να μην χρησιμοποιείς τις γνώσεις και τις δεξιοτεχνίες σου, αλλά να τρέχεις και να κρύβεσαι πίσω από τον κομματικό νταβατζή σου, όταν η ζωή στα φέρνει λίγο πιο άβολα.

Την ώρα που ο «κατάκοπος» αδερφός σου από τις καταλήψεις, σου διάβαζε παραμυθάκια του Μαρξ για να γουστάρεις, κάποιοι ιδρώναμε σε πραγματικές σπουδές και δουλειές, προκειμένου να βάλει ο καθένας και από ένα λιθαράκι να γίνει έστω και λίγο καλύτερη αυτή η χώρα. Για να είμαστε οικονομικά ανεξάρτητοι και να έχουμε όρεξη και διάθεση να προσφέρουμε σε εμάς, στις οικογένειές μας και στην ευρύτερη κοινωνία μας. Αγνοώντας τα κομματόσκυλα του συναφιού σου που ανέκαθεν το μόνο που είχαν να επιδείξουν ήταν καταστροφή, μιζέρια, συντηρητισμό και οπισθοδρομικότητα. Κρυμμένα πίσω από ντουντούκες και θεωρητικά μανιφέστα επιπέδου καφενείου. Γι’ αυτό και το ιδεολογικό συνάφι σου θεωρεί «ρετσινιά» την αριστεία. Επειδή η αριστεία, ή έστω και η κοινή λογική, αναδεικνύουν το καραγκιοζιλίκι της ντουντούκας και του αποτελέσματός της.

Έτσι έρχεται η πρόοδος, η επιστημονική, η οικονομική και η κοινωνική και όχι κουνώντας το δάχτυλο, ως ένας κλασσικός, κακομαθημένος, βολεμένος, Ελληναράς, σε όσους ζητάνε δίκαιη μεταχείριση στο δικαίωμά τους για εργασία.

Το ακόμα τραγικότερο σε όλα αυτά, μικρέ Ιάσονα, είναι ότι είσαι μικρός. Ότι η δική σου γενιά, θα έπρεπε προ πολλού να είχε φτύσει την προηγούμενη για αυτό το χάλι που έχουν φτιάξει για χώρα. Και τελικά η δική σου γενιά, όχι μόνο συνεχίζει το καταστροφικό έργο των προηγούμενων, αλλά το βελτιώνει! Το κάνει πιο ξεδιάντροπα. Πλέον, αρκεί ένας κακομαθημένος άχρηστος σαν του λόγου σου να βγει και να αποκαλέσει μαλάκες 1,5 εκατομμύριο άνεργους, μεταξύ των οποίων αρκετές χιλιάδες με πολλαπλάσια προσόντα από εσένα και το σόι σου και να μην ανοίξει ρουθούνι. Κρίμα, γιατί αν μπορούσες να συντάξεις έστω και μία πρόταση με περιεχόμενο, θα μπορούσες να αναπτύξεις αυτή την τεχνική σε ένα διδακτορικό ας πούμε και να γίνεις διάσημος. Να μάθεις και σε άλλους πολιτικάντηδες, σαν του λόγου σου, πώς γίνεται να προσβάλλεις τις σπουδές, τη δουλειά, το μόχθο και την αξιοπρέπεια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και αυτοί αντί να σε πάρουν με τις πέτρες, να καταπίνουν την οργή τους. Το Κόμμα και ο Πατερούλης θα πρέπει να είναι πολύ υπερήφανοι για σένα αγόρι μου. Να σε χαίρονται.



Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Intermission #75 (4 years edition)

Χρόνια τώρα (αν με παρακολουθείς) εξυμνώ την πολιτισμένη πλευρά του ανθρώπου. Τον ορθολογισμό αντί του ενστίκτου. Του πνεύματος αντί του ερπετού. Του διαλόγου αντί της απαξίωσης. Του αμοιβαίου συμβιβασμού αντί της σύγκρουσης. Όμως, εγώ, εσύ, όλοι οι άνθρωποι, έχουμε ισχυρούς δεσμούς με τα πρωτογενή μας συναισθήματα και ένστικτα. Τον έρωτα, το πάθος, την οργή, τη συμπόνια, την απώλεια. Τη χαρά της δημιουργίας και το φόβο του θανάτου. Όσο και αν μεγαλώνουμε, όσο και αν καλλιεργούμε το πνεύμα και το πολιτισμένο στοιχείο μας, τόσο συνειδητοποιούμε ότι μπροστά στα ένστικτα και τα πρωτογεννή εξελικτικά στοιχεία του DNA μας, πολλές φορές είμαστε ανύμποροι να επιβληθούμε.

Τέτοιες στιγμές, εγώ προσωπικά τις απολαμβάνω. Όχι ότι μου δημιουργούν εύθυμα ή χαρούμενα συναισθήματα απαραίτητα, αλλά μου προκαλλούν θαυμασμό για τον άνθρωπο. Για το βάθος και το εύρος του μυαλού και του σώματός του. Γενικά. 

Τέτοιες στιγμές είναι πολύ έντονες σε κηδείες ή σε νοσοκομεία. Είναι απίστευτη η «χώρα» του νοσοκομείου! Οι ασθενείς, οι επισκέπτες, αυτοί που είναι απλά περαστικοί, οι πιο μόνιμοι. Αυτοί που μπαίνουν σε ένα κρίσιμο χειρουργείο και δεν γνωρίζουν πώς και αν θα βγουν έξω μετά από αυτό. Η αίσθηση στους διαδρόμους. Η απόλυτη απομόνωση από τον έξω κόσμο και την επικαιρότητα. Η παύση του χρόνου. Τα χαμηλωμένα βλέμματα και όλες αυτές οι εκατομμύρια σκέψεις που πλημμυρίζουν τις αίθουσες. Λύπες, ελπίδες, σιωπές, βαθιές σκέψεις, απελπισίες, αναμνήσεις. Όλα αυτά που πηγάζουν από τον πρωτόγονο φόβο του θανάτου. Αλλά ταυτόχρονα και ο θρίαμβος του ανθρώπινου πνεύματος. Της επιστήμης. Ο άνθρωπος που βοηθά τον άνθρωπο.

Και δίπλα σε όλον αυτό τον μελαγχολικό και θανατικό αχταρμά, σε μια-δυο πόρτες απόσταση, μπορεί να βρίσκεται ένας άλλος χρωματισμός. Η χαρά της δημιουργίας. Το μαιευτήριο. Πλημμυρισμένο από αχνά, ψιλά κλάματα και χαρούμενους ανθρώπους.

Έχοντας βρεθεί στην πρώτη «χώρα», τη σκοτεινή, πολλές φορές και για διάφορους λόγους, πριν τέσσερα χρόνια ακριβώς σαν σήμερα, 13 Δεκεμβρίου του 2011 (ή 13/12/11 για τους λάτρεις των αριθμο-συμπτώσεων), βρέθηκα στο δεύτερο. Το πολύχρωμο και το δημιουργικό. Ως νέος πατέρας, που ένα μήνα μετά δεν άντεξε και μοιράστηκε τα «χρώματά του», στο ίδιο αυτό ιστολόγιο που σήμερα νεκραναστήθηκε πάλι για λίγο για μία μόνο ανάρτηση. Έτσι απλά για να υπάρχει γραμμένο στο χρόνο, μαζί με όλα τ'άλλα.

Διότι, όσες πολιτικές αναλύσεις και αν γίνουν, όσο και αν καταριόμαστε τη μοίρα μας για αυτή τη χώρα, που της έμελε να κατοικείται από αυτή την κοινωνία, από αυτά τα στραβά, τα ανήθικα και τα άδικα στοιχεία, που βρίζουμε όλη μέρα και που δυσκολεύουν την ανάσα μας και τα όνειρά μας, τα ένστικτα και τα πρωτογεννή συστατικά μας παραμένουν τα ίδια. Σε οποιαδήποτε χώρα και αν μένουμε. Είμαι σίγουρος ότι αυτή η εγκεφαλική και συναισθηματική μεταμόρφωση που συμβαίνει στιγμιαία μέσα σε έναν άνθρωπο που ξαφνικά γίνεται γονιός, βιώνεται ακριβώς το ίδιο σε όλη την ανθρωπότητα. Και φυσικά, τα κοινωνικά κατάλοιπα που σέρνει ο καθένας μέσα του, τον επηρεάζουν στην καθημερινότητά του, στη συμπεριφορά του και τον τρόπο σκέψης του. Σίγουρα τον επηρεάζουν στον τρόπο που επιλέγει να υποστηρίζει και να μεγαλώνει το παιδί του. Αλλά, το ίδιο σίγουρα αναπτύσσει ξαφνικά έναν περίεργο δεσμό με έναν καινούργιο άνθρωπο που τον ακολουθεί συνεχώς μέχρι τον θάνατό του.

Ο δεσμός αυτός, που δεν μπορείς να περιγράψεις ούτε στο ελάχιστο σε κάποιον που δεν τον έχει, που είναι το βασικό συστατικό για την επιβίωση του είδους, που καλλιεργεί τις νέες γενιές, που από ψυχολογικές θεωρίες ερμηνεύεται και ως εξιλέωση για τον διακαή πόθο του ανθρώπου να μείνει αθάνατος, είναι ένας δεσμός που σημαδεύει και που μεταμορφώνει. Με διάφορους τρόπους.

Κυρίως όμως, βάζει ξαφνικά ένα τεράστιο φίλτρο στις αποφάσεις και τις σκέψεις σου. Στον τρόπο που πορεύεσαι και βιοπορίζεσαι, αλλά και στην οπτική που αρχίζεις να έχεις απέναντι σε άλλους ανθρώπους. Όλοι ξαφνικά αποκτούν την ιδιότητα «παιδί κάποιου», και αρκετοί γίνονται «γονείς κάποιου». Και αυτό καταπραϋνει και ξαναφιλτράρει εκ νέου τον τρόπο που αντιμετωπίζεις άλλους ανθρώπους. Ειδικά για μένα που ανέκαθεν οι άνθρωποι αποτελούσαν ένα προκλητικό μυστήριο για εξερεύνηση.

Η ηλικία των τεσσάρων είναι αρκετά σημαδιακή. Είναι η ηλικία που το μωρό, το νήπιο αρχίζει και βγάζει συνειδητά, προς τα έξω, τον χαρακτήρα που διαμορφώνει. Βλέπεις έναν άνθρωπο να πλάθεται, να δημιουργείται και να μεγαλώνει με γρήγορους ρυθμούς. Αρχίζεις και νιώθεις ότι η ενστικτώδης προσκόλλησή του πάνω σου, γίνεται πιο συνειδητή. Σου απλώνει το χέρι επειδή θέλει και νιώθει ότι χρειάζεται τη βοήθειά και τη στήριξή σου. Όχι επειδή προστάζει η φύση το υποσυνείδητό του. Σε ακούει και σε παρατηρεί με προσοχή. Όχι πλέον από μιμιτισμό, αλλά επειδή θέλει να μάθει και να ρουφήξει όση περισσότερη γνώση και πληροφορία αντέχει. Για να τα ανακατέψει με τα δικά του χαρακτηριστικά, τις δικές του εμπειρίες και να δημιουργήσει άλλον ένα μοναδικό ανθρώπινο χαρακτήρα. Αρχίζει να σε θεωρεί υπόδειγμα ανθρώπου, συμπεριφοράς, ομιλίας, κοινωνικότητας και σε θαυμάζει για αυτό. Όχι επειδή η οσμή σου και το πρόσωπό σου του είναι οικεία. Δεν διαισθάνεται απλά τη στεναχώρια σου ή τη χαρά σου. Σε ρωτάει ευθέως για αυτά. Το προβληματίζει η έκφραση και το βλέμμα σου. Συνειδητά. Ο δεσμός που προαναφέρθηκε, χάνει σιγά σιγά την αποκλειστικότητα του γονιού-παιδιού, και αποκτάει χαρακτηριστικά ανθρώπου-ανθρώπου.

Κι εσύ αποκτάς ένα διαρκές άγχος. Γλυκό άγχος. Ελπίζεις να σταθείς αντάξιος των προσδοκιών αυτού του νέου ανθρώπου. Προετοιμάζεσαι ήδη από τώρα για την ημέρα που θα φύγει από την προστασία σου για να σταθεί μόνος ως ενήλικας, στο δικό του σπίτι, στη δικιά του ζωή. Εύχεσαι όταν έρθει εκείνη η μέρα, να του έχεις δώσει όσα πιο πολλά εγκεφαλικά και πνευματικά εφόδια μπορείς, ώστε να εμπιστεύεσαι την κρίση του στις δυσκολίες. Κατά κάποιον παράδοξο τρόπο, εύχεσαι να απορρίψει τα δικά σου σχέδια ώστε να φτιάξει τα δικά του που θα είναι καλύτερα. Διότι αυτό σημαίνει εξέλιξη. 

Όσα ταξίδια και αν έχεις πάει, όσες εμπειρίες και αν έχεις αποκομίσει, όσα συναισθήματα και αν έχεις βιώσει, όσες μουσικές, μελωδίες και αν σε έχουν ταξιδέψει, με όσους ανθρώπους και αν έχεις δεθεί με διάφορους τρόπους και διάφορα συναισθήματα, αυτός ο δεσμός σε βάζει πάλι στην αρχή. Σε νέο ρόλο. Και αυτός ο ρόλος ίσως είναι το στοιχείο που σου ξαναδημιουργεί το ενδιαφέρον για τη ζωή και τη δημιουργία. Ακόμα και αν στην πορεία πίστευες πως το είχες χάσει.




Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Δεν συναινώ στην καταστροφή

"Ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο ενός καθάρματος."
Samuel Johnson (1791)

Πάνε σχεδόν δύο χρόνια από την τελευταία ανάρτηση εδώ. Και θα ήθελα η τελευταία ανάρτηση του ιστολογίου να ήταν όντως η προηγούμενη, γιατί απλά ήταν ωραία και φινετσάτη ανάρτηση για τίτλους τέλους. Όμως, αυτή τη φορά, σε ακριβώς πέντε ημέρες από σήμερα, κινδυνεύουμε να βιώσουμε έναν επίλογο πολύ πιο δραματικό σε κοινωνικό επίπεδο και γι’ αυτό ακριβώς οφείλω στον εαυτό μου να προσθέσω άλλη μία ανάρτηση σε όλες τις προηγούμενες.

Δεν έχω ιδέα τι θα πω. Θα τα βγάλω όπως μου έρχονται. Όπως στροβιλίζονται στο κεφάλι μου εδώ και δύο ημέρες, από τις 6 τα ξημερώματα που το μάτι ανοίγει διάπλατα και δεν ξανακλείνει με τίποτα. Δεν είναι τα λεφτά. ΠΟΤΕ δεν ήταν τα λεφτά. Από το 2008 που γράφω εδώ μέσα δεν ήταν τα λεφτά το θέμα. Όχι επειδή μου περισσεύουν. Το αντίθετο μάλιστα. Περνάω περιόδους οικονομικά άνετος, και άλλες δύσκολα. Σε παλαιότερα χρόνια είχα ζήσει και με budget 5 ευρώ την ημέρα, και την έβγαζα έτσι για πολύ καιρό. Άρα, προσωπικά μιλώντας, τα φράγκα δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο. Το μόνο που έχει αλλάξει, είναι ότι πλέον έχω μία κόρη 3,5 χρονών, οπότε η όποια αγωνία για τα φράγκα, αφορά καθαρά αυτήν και κανέναν άλλο.

Το ζητούμενο για μένα, και κατ’επέκταση για το παρόν ιστολόγιο και τις αναρτήσεις του, ήταν πάντα οι άνθρωποι. Οι κοινωνίες και πώς αυτές διαμορφώνονται, είτε εξαιτίας των φράγκων, είτε εξαιτίας των πολιτικών πεποιθήσεων των ανθρώπων που στη συνέχεια διαμορφώνουν και τις επαγγελματικές, οικογενειακές και φιλικές σχέσεις. Το ζητούμενο πάντα ήταν πώς θα καταφέρω μεγαλώνοντας, να διαμορφώνω συνεχώς έτσι τον χαρακτήρα μου ώστε εκτός από την προσωπική μου ευημερία, να μπορώ να χαίρομαι ή και να βοηθώ για την ευημερία των άλλων. Να χαίρομαι την κοινωνία μέσα στην οποία ζω και την οποία έχω έγνοια ακόμα παραπάνω, για άλλον έναν άνθρωπο που έφερα στον κόσμο πρόσφατα.

Κατάλαβα ότι η μόρφωση, ή καλύτερα, η καλλιέργεια, δηλαδή οι εμπειρίες, η ανάγνωση βιβλίων, το ενδιαφέρον για τους ανθρώπους, κλπ, γίνεται μόνο με προσωπικό αγώνα. Με προσωπικές θυσίες σε κάποιο Πανεπιστήμιο ή με διάβασμα στον ελεύθερο χρόνο και φυσικά με πολλά ταξίδια. Μέσα και έξω από τη χώρα. Η παρατήρηση άλλων κοινωνιών, άλλων φυλών, άλλων τρόπων ζωής και σκέψης, είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποκωδικοποιείς, ως ένα ποσοστό τουλάχιστον, τον άνθρωπο. Και αυτό με τη σειρά του να βοηθά εσένα να αποκωδικοποιείς τον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν είναι αστείο. Αυτή η άσκηση αυτοκριτικής, δεν είναι δεδομένη για κανέναν. Είναι για λίγους. Και αυτοί που το καταφέρνουν, συνήθως ξεχωρίζουν. Μιλώντας για μένα, δεν γνωρίζω αν το έχω καταφέρει. Όσο μεγαλώνω όμως θέλω να συνεχίζω να το προσπαθώ. Να μην κολλάω σε βολικά ψέμματα. Να τολμάω να εξερευνώ και άβολες αλήθειες.

Πολλές φορές όμως, με τρομάζει η εγκυρότητα των σκέψεών μου. Και για να το φέρω πάλι στην επικαιρότητα μιας και ξέφυγα, με τρομάζει όταν πριν πέντε χρόνια έγραφα κάτι σαν αυτό για την ελληνική «Αριστερά», ή πριν τέσσερα χρόνια κάτι σαν αυτό ή αυτό για τους «αγανακτισμένους». Το αναπόφευκτο πάντρεμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν προφανέστατο δύο χρόνια μετά και ακόμα και τότε είχα εισπράξει το κλασσικό μένος από αριστερούς που τότε είχαν ακόμα το θάρρος να αποκαλούν φασίστα τον Καμμένο.

Όπως με τρόμαζε η απλότητα με την οποία έβγαιναν όλα αυτά τα σενάρια αληθινά μέσα μου, έτσι και τώρα, βλέπω σχεδόν ξεκάθαρα την πορεία της κοινωνίας μας όπως έχει ξεκινήσει εδώ και δύο μέρες. Επαναλαμβάνω. Δεν είναι τα φράγκα. Είναι όμως ο κοινωνικός μας διχασμός. Είναι οι καχύποπτοι φίλοι – κολητοί κάποτε, αυτοί που έφυγαν. Είναι τα καθημερινά βρισίδια, ο θυμός, η ανεξέλγκτη λογοδιάρροια, η ατελείωτη συνομωσιολογία, η μιζέρια, η ξενοφοβία, η συντηρητικότητα. Είναι ο φασισμός! Εδώ ακριβώς! Μπροστά στα μούτρα μας! Μας κοροϊδεύει κι εμείς νομίζουμε ότι απλά κάποιος φοράει μάσκα και μας κάνει πλάκα.

Όλες οι φασιστικές τεχνικές προπαγάνδας, ασέβειας προς την αντίθετη άποψη, ο καθημερινός στιγματισμός ανθρώπων και επαγγελματιών (κυρίως των ΜΜΕ), και οι «Επιτροπές Αλήθειας», που μόνον οι Ιεροεξεταστές, οι Ναζί και τα σταλινικά καθεστώτα είχαν το θράσσος να εφαρμόσουν στην ιστορία με τέτοιο ή πανομοιότυπο όνομα. Η ποινικοποίηση της αντίθετης άποψης και η μία μοναδική αλήθεια όπως την περιγράφει η Εξουσία. Εσύ πώς ακριβώς έχεις κατά νου τον ολοκληρωτισμό;

Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, ο φασισμός ή οι εμφυλιακές συρράξεις, δεν έχουν ποτέ πρόσφορο έδαφος σε μία Δημοκρατία. Η Δημοκρατία συνθλίβει αυτά τα παράσιτα πριν καν μπορέσουν να φυτρώσουν. Επειδή οι δημοκρατικές κοινωνίες εξ’ ορισμού δεν μπορούν να ανεχτούν τέτοιου είδους παράσιτα. Ο ολοκληρωτισμός χρειάζεται σαθρό έδαφος. Χρειάζεται έλλειψη θεσμών. Για κάθε χώρο που εκχωρεί η Δημοκρατία, ο φασισμός παρελαύνει δυνατά και περήφανα. Αυτή ήταν και η βασική μου ένσταση στο κίνημα των «αγανακτισμένων». Η μούντζα προς τους θεσμούς και όχι τους πραγματικά υπαίτιους. Και όσο γιγάντωνε αυτό το ρεύμα, τόσο έβλεπες τα χαμόγελα μέσα στη Χρυσή Αυγή και στους ΑΝ.ΕΛ. Και τελικά το αποτέλεσμα ποιο ήταν; Η πάνω πλατεία, δηλαδή η ρητορική του μίσους, της κρεμάλας, της δραχμής, της νοητικής και υλικής εξαθλίωσης, του βρισιδιού, και της διεθνούς απομόνωσης, να γίνει συγκυβέρνηση. Και εν τέλει, πώς ακριβώς επιτρέψαμε στη Ραχήλ Μακρή να εκδίδει πιστοποιητικά αριστεροσύνης;

Αυτές οι σκέψεις τριγυρνάνε που λες μέσα μου. Και τώρα που σε πέντε ημέρες, λόγω ενός δημοψηφίσματος με ξεκάθαρη πολιτική σκοπιμότητα, παρατηρώ με τον ίδιο τρόμο να εξελίσσεται η ίδια ακριβώς προπαγάνδα υπέρ του μίσους, της κρεμάλας, της δραχμής, της νοητικής και υλικής εξαθλίωσης, του βρισιδιού και της διεθνούς απομόνωσης, νιώθω τόσο μικρός και ανύμπορος που μου έχει στερέψει η διάθεση για οποιονδήποτε διάλογο. 

Να μιλήσεις με ποιον και για τί; Μα πότε μάθαμε να συζητάμε; Να ανταλλάσουμε απόψεις προς αμοιβαίο όφελος; Το πολύ απλό, να περιμένει ο συνομιλιτής σου να τελειώσεις την πρότασή σου, πριν σου απαντήσει. Όχι, αυτό δεν μας το δίδαξαν ούτε γονείς, ούτε σχολείο. Το αντίθετο μάλιστα. Μεγαλώσαμε στην κοινωνία που ποτέ δεν σε αφήνει να ολοκληρώσεις τη γαμημένη πρόταση. Που μόλις εντοπίζει το σημείο διαφωνίας (λες και αυτό περιμένει πως και πως από αυτά που του λες), σε διακόπτει με έναν υψηλότερο τόνο φωνής, για να σου πει τη δική του γνώμη. Αυτό μας έμαθαν οπότε θεωρούμε ότι και η όποια πολιτική αντιπαράθεση γίνεται ΜΟΝΟΝ έτσι. Και νομίζουμε ότι δε γίνεται και τίποτα. Ότι δεν έχει κερδίσει ο φασισμός. Ότι αυτό που έκανε η Πρόεδρος της Βουλής χθες σε δημοσιογράφο (δεν έχει σημασία το κανάλι, ούτε η δημοσιογράφος), είναι αυτό που έπρεπε να κάνει. Ότι χρειαζόμαστε τον πεφωτισμένο μάγκα, γαμιά ηγέτη που θα υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους ξένους κακούς τοκογλύφους. Ποιο ανάστημα όμως; Αυτό της αξιοπρέπειας; Αυτό που θα έλεγε «κύριοι, εμείς πλέον έχουμε  συμμαζέψει τα οικονομικά μας, η οικονομία αναπτύσσεται αργά μεν αλλά σταθερά, οπότε αξίζουμε καλύτερους όρους»; Όχι! Το ανάστημα του νταή που ξέρει μόνο να βρίζει, να διακόπτει, να κουνάει το δάχτυλο και να πετάει εθνοπατριωτικές φανφάρες όταν τον ρωτάνε ακόμα και το πιο απλό πράγμα.

Η ερώτηση εδώ και τρεις ημέρες είναι μία. Τι θα γίνει σε περίπτωση που πλειοψηφίσει το «όχι»; Και κανένας από τους κυβερνώντες εθνικοσοσιαλιστές δεν απαντάει. Κανείς! Όλοι το ρίχνουν στην λαϊκή υπερηφάνεια και τα ιστορικά μας «όχι». ΚΑΝΕΙΣ μέχρι στιγμής δεν έχει βγει στον κόσμο να του εξηγήσει τι θα συμβεί επί του πρακτέου, με τον ίδιο τρόπο που το δημοψήφισμα δεν αποσύρθηκε, δεδομένου ότι βασίζεται σε μία πρόταση που δεν ισχύει! Με τον ίδιο τρόπο που παρουσιάζουν ως πρόταση θεσμών την πρόταση τη δική τους με συν πλην κάποιες μικρές λεπτομέρειες. Με φτηνά τεχνάσματα προπαγάνδας και υφαρπαγής ψεύτικων ψήφων.

Οι άνθρωποι είναι το ζητούμενο και όχι τα φράγκα. Αυτοί που στήνονται στις ουρές των ΑΤΜ και δεν ξέρουν προς τα πού να βρίσουν. Αυτοί που έχουν φανατιστεί τόσο πολύ που αδυνατούν να κάνουν έστω και έναν στοιχειώδη διάλογο χωρίς συνομωσιολογικά κλισέ. Άνθρωποι κατά τ’άλλα μορφωμένοι και καλλιεργημένοι, που γνωρίζουν τι εστί Ευρώπη, αλλά προτιμάνε τον ολοκληρωτισμό και τη φτώχεια που επέρχεται, επειδή «νταξ’ αποκλείεται να γίνει κάτι τόσο κακό». Συνειδητοποιείς την παράνοια; Άνθρωποι που έχουν ταξιδέψει και λίγο, που γνωρίζουν ότι με την οικονομία που έχουμε και τη γεωγραφική μας θέση είναι αδιανόητο να μείνουμε έξω από την ευρωπαϊκή οικογένεια. Αυτά, εμένα με προβληματίζουν χίλιες φορές περισσότερο από τα οικονομικά μου.

Όσο και να βρίζουμε δεξιά αριστερά, δεν υπάρχει άλλη οικογένεια εκτός από την ευρωπαϊκή. Διότι δεν έχουμε ούτε ισχυρή οικονομία, ούτε εγχώριους θεσμούς, ούτε σοβαρό κράτος που θα μπορούσαν να μας στηρίξουν έστω και στην απομόνωση. Δεν είμαστε ούτε Ισλανδία, ούτε Ιρλανδία. Ούτε καν Αργεντινή. Αυτή είναι η όλη ιστορία κι εκεί καταλήγει πάντα η σκέψη. Μπορώ να σου αραδιάσω δεκάδες λόγους που είμαστε σε τέτοια θέση με συγκεκριμένους υπαίτιους και από προηγούμενες κυβερνήσεις, όπως και εκατοντάδες άλλους υπέρ της παραμονής μας στην Ευρώπη, αλλά επί της ουσίας το τελικό συμπέρασμα είναι αυτό. Σε αυτό τον κόσμο, εξασφαλίζεις το καλύτερο συμφέρον σου, όταν μπορείς και ελίσσεσαι. Και παραδίδεις μαθήματα, αξιοπρέπειας, δημοκρατίας και ανεξαρτησίας σε άλλους λαούς, όταν πρώτα απ’όλα τα έχεις κατακτήσει εσύ ο ίδιος για τον δικό σου λαό.

Εφόσον λοιπόν η εθνικοσοσιαλιστική συγκυβέρνηση, κατάφερε να φτάσει την ελληνική κοινωνία και οικονομία σε αυτό το χάλι, να τονώσει το εμφυλιοπολεμικό κλίμα και ως τελευταία πινελιά στο καταστροφικό της έργο επέλεξε ένα δημοψήφισμα – φάρσα, εκβιασμό και ντροπή για την στοιχειώδη δημοκρατική αντίληψη κάθε υγειώς σκεπτόμενου πολίτη, οφείλουμε όλοι να πάρουμε μέρος. Και ας είναι στεγνός και άτοπος εκβιασμός. Διότι για τις επιπτώσεις του «όχι» κανείς δεν έχει το θάρρος να βγει και να μας ενημερώσει. Για τις επιπτώσεις του «ναι» όμως, είναι σαφές ότι ζητάμε να παραμείνουμε στην ευρωπαϊκή οικογένεια με ρητή απαίτηση να φύγει από την ηγεσία της χώρας το καφενείο που ανέλαβε την εξουσία με ψεύτικες υποσχέσεις και εξαπατώντας συνεχώς την κοινωνία, ακόμα και μετεκλογικά. Καμία δέσμη μέτρων δεν μπορεί να είναι τόσο σκληρή όσο μία χρεωκοπία ή μία διεθνής απομόνωση. Ενδεχομένως, η γενιά των παιδιών μας, να καταφέρει να το κατανοήσει αυτό.



Υ.Γ. Για πρώτη φορά, έχω απενεργοποιημένα σχόλια. Μην το πάρεις στραβά. Απλά δεν έχω τη δύναμη και τη διάθεση να μπω σε διαδικασία moderation.

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Outro

«Υπάρχει μόνο ένα βήμα από τον φανατισμό στην βαρβαρότητα»
- Denis Diderot

Μην κοιτάς που κάθε μέρα όλοι πλακώνονται με όλους. Αν το δεις στο βάθος της υπόθεσης, όλοι βολεμένοι στις κοσμοθεωρίες τους είναι. Βρήκαν ένα πρόχειρο ιδεολογικό στρατόπεδο, απ’ αυτά τα 2-3 που κυκλοφορούν τα τελευταία 3 χρόνια και οχυρώθηκαν με περίσσια βόλεψη, πότε πετώντας βέλη και πότε ορθώνοντας ασπίδες για τα βέλη των άλλων. Σχηματίστηκαν λοιπόν οι «αριστεροί», οι «φασίστες», οι «νεοφιλελεύθεροι» και κάτι ψιλά παράγωγα και θαρρούν όλοι πως ξεμπέρδεψαν με τη συνείδησή τους.

Πριν καν κάνεις κλικ στο λινκ, θα δεις ποιος είναι ο δημιουργός ή ο συγγραφέας. Είναι ο «νεοφιλελεύθερος» Μανδραβέλης; Ο «αντί-καπιταλιστής» Χατζηστεφάνου; Ο «συριζαίος» Βαξεβάνης; Τότε αμέσως αμέσως, δεν χρειάζεται καν να μπεις στον κόπο να διαβάσεις. Πού καιρός για περιεχόμενο; Η σημαία είναι ήδη σηκωμένη στο αντίπαλο στρατόπεδο, οπότε επιβάλλεται επιθετική τοξοβολία. Κάπως έτσι λειτουργεί πλέον και το ελληνικό διαδίκτυο. Γράφει το ελληνάκι; Κάποιοι διαβάζουν τον «αναρχικό», άλλοι τον «λογικό», άλλοι τον «νεοφιλελεύθερο, άλλοι τον «ΓΑΠικό», άλλοι τον «θολοκουλτουριάρη», και πάει λέγοντας. Και το ελληνάκι παλιότερα έμπαινε στη διαδικασία να προσπαθεί να εξηγεί, να αποβάλλει αυτές τις ταμπέλες γιατί στο τέλος χανόταν η ουσία των γραφόμενών του. Αργότερα, διαφάνηκε απλά η ματαιότητα όλων αυτών των εξηγήσεων. Αν ο άλλος θέλει σώνει και καλά, ή έχει την ανάγκη να σε διαβάζει μέσα από συμβατικά φίλτρα που του έχουν πλάσει τα ΜΜΕ ή ο ιδεολογικός γκουρού του, τότε δικαίωμά του να το κάνει. Τί και αν εσύ κράζεις τις ταμπέλες, τα ιδεολογικά στρατόπεδα, τα δόγματα και τους δημαγωγούς. Τί και έχεις και disclaimer πρώτο πρώτο στο ιστολόγιό σου; Αυτά είναι ρητορικές πολυτέλειες την εποχή του συναισθηματικού παρορμητισμού και της συσσωρευμένης οργής.

Παλιότερα, σε εκείνο το άρθρο για τον «ομορφάντρα», της Χριστίνας Ταχιάου, που είχε ξεσηκώσει τα πλήθη του διαδικτύου, η εισαγωγή πήγαινε ως εξής: 

«Η συνειδητοποίηση ήρθε πριν λίγα χρόνια και με βάρεσε σα χαστούκι: κατάλαβα ότι δε μ’ αρέσει η Ελλάδα. Τόσο απλά. Το χειρότερο, όμως, δεν ήταν αυτό. Το χειρότερο ήταν όταν κατάλαβα ότι δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθήσω να αλλάξω κάποια από αυτά που θεωρούσα κακώς κείμενα: κατάλαβα ότι η Ελλάδα αρέσει στους Έλληνες. Άρα, το λάθος είμαι εγώ».

Κάπου εκεί σκάλωσα. Διάβασα και το υπόλοιπο άρθρο, κάπου συμφώνησα, κάπου διαφώνησα. Δεν έχει σημασία. Εγώ είχα κολλήσει στην πρώτη παράγραφο, και συγκεκριμένα σε εκείνο το «Άρα, το λάθος είμαι εγώ». Φαντάστηκα την αρθρογράφο, γνωρίζοντας εξ’ αρχής τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε, να ζωγραφίζει ένα στόχο στο στήθος της σα να λέει «Είπα ότι ήθελα να πω, τώρα βαράτε». Αναγνωρίζοντας εξ΄αρχής ποια «κουμπιά» του νεοέλληνα θα πάταγε και πόσο προβλέψιμη θα ήταν η αντίδρασή του.

Κάπως έτσι νιώθω κι εγώ τα τελευταία δύο χρόνια, λίγο πριν πατήσω «δημοσίευση». Γνωρίζω από την αρχή ότι θα επισκεφτούν την ανάρτηση οι κακόβουλοι, θα ψάξουν στα γρήγορα μία-δυο φράσεις που θα τους τσιτώσει, και θα αρχίσουν τα βέλη. Αντίστοιχα θα έρθουν και οι καλόβουλοι, κυρίως για να φορτώσουνε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση τις δικές τους φαρέτρες. Και στο τέλος πάντα καταλήγω να λέω «Ξέρεις τι; Αυτά είναι απλά προσωπικές μου αντιλήψεις. Γνωρίζω την υποκειμενικότητά τους, άρα μπορεί να κάνω και λάθος. Αλλά τώρα στα 37 μου, έτσι μου τα σκάει, και επειδή θέλω να τα βγάλω προς τα έξω, τα γράφω σε ένα blog. Πέρα από αυτό, χαλάρωσε…»

Η βολεμένη κοινωνία όμως δεν έχει καιρό για τέτοιου είδους χαλάρωση. Η βολεμένη κοινωνία χρειάζεται δόγματα και ιδεολογικά στρατόπεδα, για να μη δείχνει την ανασφάλειά της. Η βολεμένη κοινωνία θα εκλέξει τους πολιτικούς που την κρατάνε σε αυτή την κατάσταση ώστε να νιώθει ότι πατάει σε κάποιο θεμέλιο. Αν αυτό το θεμέλιο είναι τα φαντάσματα από έναν Εμφύλιο που τέλειωσε πριν 60 χρόνια, ας είναι. Αν είναι ο ψευτοσοσιαλισμός του ΠΑΣΟΚ του ’80, ας είναι. Αν είναι η άνοδος του φασισμού, νόμιμα και με τη βούλα, ας είναι και αυτό. Δε θα τα χαλάσουμε στους ορισμούς. Το βασικό είναι να υπάρχει θεμέλιο. Να υπάρχει το δίπολο του Καλού και του Κακού. Του άσπρου και του μαύρου. Της ευκολίας να ανήκεις κάπου, αντί της συνεχούς αναζήτησης, της αοριστίας, της μη ένταξης.

Οι αναρτήσεις στο παρόν ιστολόγιο δεν αραιώνουν επειδή δεν υπάρχει κάτι για σχολιασμό από την επικαιρότητα. Ίσα ίσα. Αραιώνουν γιατί αν έπρεπε να γραφτεί κάτι, τότε θα ήταν μία ανάρτηση που μπορεί να γράφτηκε πριν 3 ή 4 χρόνια. Και η επαναληψιμότητα, για χάρη της επισκεψιμότητας δεν με αφορά ιδιαίτερα. Σε περίπου δύο μήνες, το «ελληνάκι» κλείνει πέντε χρόνια. Και αν ποτέ είχες το χρόνο και τη διάθεση να διαβάσεις κάθε μία από τις 455 αναρτήσεις του ίσως και να διαπίστωνες ότι σε γενικές γραμμές, τα ίδια πράγματα γράφονται. Με η χωρίς μνημόνιο. Με οποιαδήποτε κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Πριν και μετά την «αγανάκτηση». Πριν και μετά την είσοδο των νεοναζί στη Βουλή. Επειδή κατά κανόνα το ελληνάκι γράφει με τον ίδιο τρόπο που σκέφτεται και στην πραγματική του ζωή. Σκαλίζει σε βάθος μπας και κατανοήσει τις αιτίες. Με κυνισμό απέναντι στα συμπτώματα γιατί κατανοεί την δευτερεύουσα σημασία τους. Γιατί κατανοεί αυτές τις μπανάλ σαχλαμάρες του Σωκράτη πως όσο πιο πολύ μαθαίνει, τόσο ανακαλύπτει ότι δεν ξέρει μία.

Σε μία ανάρτηση είχα γράψει: «Ο πραγματικός κόσμος είναι πολύ μεγαλύτερος από το τρίγωνο Εξάρχεια – Σύνταγμα – Ομόνοια ή από το ελληνικό timeline του twitter. Τα πολιτισμικά στοιχεία, η ιστορία, οι εμπειρίες και οι ανθρώπινες πράξεις και σκέψεις, είναι χιλιάδες φορές περισσότερες από αυτές με τις οποίες «πνιγόμαστε» καθημερινά. Κάπως έτσι απαξίωσα και τις ταμπέλες, με τις οποίες σε πρήζω κάθε λίγο και λιγάκι. Πνιγόμαστε σε μία κουταλιά μπαγιάτικη σούπα και κάθε φορά που το πολιτικό θερμόμετρο παίρνει φωτιά (sic), μαρτυρούμε τις ίδιες κλειστόμυαλες, ανιστόρητες και εγωκεντρικές απόψεις, η ζύμωση των οποίων μας έχει φέρει ως εδώ. Από πολιτικούς, «ειδήμονες», «τήλε-ευαγγελιστές», και υπερήφανους Ελληναράδες, μέχρι κάτι ένθερμους πιτσιρικάδες που ανακαλύπτουν τον τροχό και θεωρούν υποχρέωσή τους να το φωνάζουν μέσα στα αφτιά μας για χιλιοστή φορά».

Και σε μία άλλη: «Σε άλλες κοινωνίες, υπάρχει ανεκτικότητα για όλη αυτή την πανανθρώπινη σύνθεση. Στη δική μας, τα περιθώρια ανοχής είναι πολύ μικρότερα. Η υποκειμενική οπτική γωνία επισκιάζει αυτό το πολύχρωμο ψηφιδωτό ανθρώπων. Η διαφορετικότητα πάντα ήταν υπό διωγμό στην Ελλάδα, γιατί η έλλειψη εμπιστοσύνης ήταν ανέκαθεν το πρώτο στοιχείο στις κοινωνικές μας επαφές. Υπάρχουν αρκετοί ιστορικοί και κοινωνικοπολιτικοί λόγοι για αυτό και που μας διαφοροποιούν από άλλες, πιο ανεκτικές κοινωνίας, αλλά δεν αφορούν το παρόν».

Κάπως έτσι κατανόησα και  το «λάθος» που λέγαμε. Δεν υπάρχει κανένα λάθος με την κοινωνία μας. Αυτή λειτουργεί όπως λειτουργεί, με τους πολίτες της, τους πολιτικούς που εκλέγουν και τα σκεπτικά τους σε μία διαρκή ζύμωση. Με τους «πασόκους», τους «αριστερούς», τους «νεοφιλελεύθερους», τους «αντιεξουσιαστές» και τους «φασίστες». Σε ένα εσωστρεφές φάσμα ιδεολογιών που φτάνει κοντά στους δύο αιώνες τώρα. Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο παίζεται το παιχνίδι και σε αυτό καλείται να παίξει όποιος θέλει να αναγνωρίζεται ευρέως η γνώμη του. Εγώ αδυνατώ πλέον να συνεχίσω σε αυτό το παιχνίδι. Αναγνωρίζω ότι το λάθος τελικά είμαι εγώ.


Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Bonanza

Ευτυχώς η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο σύνθετη από ένα "καλώς έκλεισε η ΕΡΤ" ή "κακώς έκλεισε ΕΡΤ". Είναι επίσης και πιο σύνθετη από ένα "θα μείνουν στο δρόμο παιδιά των 700 ευρώ" ή ένα "επιτέλους τα λαμόγια με μισθούς 200.000 θα απολυθούν". Η πραγματικότητα δεν έχει ούτε πολιτική θέση, ούτε αίσθηση δικαιοσύνης και ισότητας. Η πραγματικότητα σε τέτοια θέματα, συνήθως ισορροπεί ανάμεσα σε κάποια νούμερα, διακριτές καταστάσεις, γενικότητες και τις ευρύτερες κοινωνικές αντιλήψεις.

Έχει χιλιοειπωθεί σε αυτό το ιστολόγιο πόσο ανούσια είναι η μανιχαϊστική προσέγγιση στα θέματα της επικαιρότητας. Πόσο άκαρπο αλλά και επικίνδυνο είναι να βλέπουμε μόνο άσπρο και μαύρο σε ένα μονόχνοτο επίπεδο, σε καταστάσεις που εξ΄ορισμού είναι πολύχρωμες και πολυεπίπεδες. Η ένταση της πλειοψηφίας των αντιδράσεων, τόσο αυτών που εναντιώθηκαν στο κλείσιμο, όσο και αυτών που γέμισαν με πανηγυρικές ιαχές τα social media, απέδειξαν όχι μόνο ότι πλέον έχει χαθεί η ψύχραιμη σκέψη και το μέτρο στην κοινωνία, αλλά και ότι η κάθε αντίληψη ή άποψη έχει οχυρωθεί πλέον πίσω από αντιδιαμετρικά δογματικά τείχη αρνούμενη τον οποιονδήποτε διάλογο ή την αμοιβαία κατανόηση που τόσο ανάγκη έχουμε ως κοινωνία.

Η ερώτηση «Έπρεπε να κλείσει η ΕΡΤ;» δεν είναι ειλικρινής. Οποιαδήποτε απάντηση θα έπρεπε να ξεκινήσει με ένα «Εξαρτάται». Η δικιά μου απάντηση, για παράδειγμα, θα ήταν «Έπρεπε βασικά να συρρικνωθεί και να εξυγιανθεί. Να καθαρίσει η ίδια το όνομά της βγάζοντας έξω τα λαμόγια, τα βύσματα και τους αργόμισθους, περικόπτοντας αυτούσια δαπάνες, κρατώντας το πραγματικά εργαζόμενο προσωπικό». Όμως αυτό, ποιος δημόσιος οργανισμός και ποιος κλάδος το κάνει πραγματικά υπό το πλαίσιο της νεοελληνικής νοοτροπίας; Από την άλλη, αν τελικά η μοναδική λύση ήταν ο ακαριαίος θάνατος με συνοπτικές αποφάσεις (τις οποίες παρεμπιπτόντως δεν τις είδαμε για όλες τις δανειοδοτήσεις και τις παράνομες εκπομπές τηλεοπτικού σήματος των ιδιωτικών καναλιών), σημαίνει ότι η Κυβέρνηση δεν ήταν ικανή να εξυγιάνει την ΕΡΤ και εφάρμοσε την τακτική «πονάει δόντι, κόψει κεφάλι». 

Άρα, καλώς έκλεισε η ΕΡΤ, αλλά αυτό έγινε με τον χείριστο δυνατό τρόπο, με τις γνωστές οριζόντιες περικοπές επί χλωρών και ξερών, προκαλώντας το δημοκρατικό αίσθημα του κάθε λογικά σκεπτόμενου πολίτη αυτή της χώρας. Και φυσικά το οποιοδήποτε κυβερνητικό δίκαιο χάνεται τη στιγμή που ανάμεσα στο αργόμισθο και λαμογιακό προσωπικό της ΕΡΤ, υπήρχαν πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που ούτε είχαν τη συνδικαλιστική δύναμη, αλλά ούτε και τα μέσα να προκαλέσουν οι ίδιοι την εξυγίανση του οργανισμού τους. Χάνεται επίσης το κυβερνητικό δίκαιο, όταν αποφασίζεται και διατάσσεται το κλείσιμο της ΕΡΤ μιλώντας για εξυγίανση και περικοπή της κρατικής σπατάλης, την ώρα που Δημόσιοι Οργανισμοί με πραγματικά κανένα αντικείμενο, συνεχίζουν να λειτουργούν υπερστελεχωμένοι με στρατιές βυσματούχων και «παιδιών» του πελατειακού Κράτους.

Όμως η σημερινή κυβέρνηση, όπως και η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, θερμοί οπαδοί του πελατειακού Κράτους, γνωρίζουν πως η κοινωνία δεν θα ασχοληθεί με αυτές τις «παραβλέψεις», γιατί η ίδια κοινωνία έχει οπαδοποιηθεί ήδη ανάμεσα στα δόγματα που της σερβίρουν και που αυτοδημιουργεί. Έτσι συνεχίζουν να παίζουν το πολιτικό τους παιχνίδι, ενδεχομένως με μία αίσθηση ικανοποίησης παρατηρώντας αφ’ υψηλού αυτή την παράλογη πόλωση και την ασπρόμαυρη ερμηνεία της πραγματικότητας.


Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

Intermission #74 (Amagi edition)

Από το "About" του Amagi Radio

Το Amagi Radio είναι ένα διαδικτυακό ραδιόφωνο που γεννήθηκε από το «Οχ, Θε μου...», μια εκπομπή που στηρίχτηκε στους φίλους της, στη μαγεία των συνεργατών της, στην ποιότητα των καλεσμένων της και στη διαδραστικότητα που ανέπτυξε με τους ακροατές της.

Μιλάμε για θέματα πολιτιστικά, συζητάμε για πολιτική, διαφωνούμε και αναρωτιόμαστε, ακούμε μουσική και σχολιάζουμε την επικαιρότητα πάνω από δύο χρόνια τώρα — και εντέλει ήρθε η ώρα να αυτονομηθούμε και, γιατί όχι, να μεγαλώσουμε.

Μεγαλώσαμε λοιπόν.

Εκπέμπουμε πια από τον ολόδικό μας σταθμό, είμαστε όλο το εικοσιτετράωρο στον αέρα, η εκπομπή γίνεται τετράωρη, οι συνεργάτες μας αυξάνονται, νέες εκπομπές θα δημιουργηθούν σιγά-σιγά —επίσης από (πανάξιους) φίλους—, γιατί το θέλαμε πολύ, και γιατί το ζητάει και ο καιρός.

Amagi, στη γλώσσα των Σουμερίων, σημαίνει «ελευθερία». Κι άλλες γλώσσες χρησιμοποιούσαν τη λέξη πιο πριν, αλλά οι Σουμέριοι ήταν οι πρώτοι που την κατέγραψαν στην υπέροχη σφηνoειδή γραφή τους.


Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Το χέρι από το παράθυρο

Εσύ μπορεί να είσαι άνετος, κουλ και χάι, αλλά εγώ πολλές φορές δεν μπορώ να ανασάνω. Μη φανταστείς τίποτα παράνοιες, καταθλίψεις και βαθιές κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις. Όχι. Εγώ σχεδόν κάθε μέρα έρχομαι αντιμέτωπος με κάτι που βλέπεις κι εσύ και σου είναι οικείο. Ειδικά τώρα το καλοκαίρι. Το ξέρω πως θα γελάσεις, αλλά θα προσπαθήσω να σ’ το δώσω να καταλάβεις.

Πώς να το πω… Να, με τρομάζει αφάνταστα όταν βλέπω αυτό το χαλαρό χέρι που κρέμεται σαν πεθαμένο έξω από το παράθυρο του οδηγού. Ολόκληρο όμως. Από τη μασχάλη μέχρι ίσα κάτω. Λίγο πάνω από την άσφαλτο. Μερικά έχουν κι ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα. Δεν το μπορώ αυτό το πεθαμενατζίδικο. Με ανακατεύει η σκέψη ότι στην προέκταση αυτού του χεριού βρίσκεται ένας άνθρωπος που απαξιώνει την ασφάλεια τη δική του και των γύρω του. Που δείχνει σα να έχει πεθάνει τόσο πολύ μέσα του, που στην πρώτη ευκαιρία ρίχνει έτσι άκομψα και επιδεικτικά το αριστερό του χέρι έξω από το παράθυρο σα να σκέφτεται ότι, ακόμα και αν του έπεφτε στο δρόμο, δε θα τον ένοιαζε. Πολλές φορές φαντάζομαι αυτό το τριχωτό χέρι με τα κιτρινιασμένα δάχτυλα να δέρνει το παιδί του ή τη γυναίκα του. Να ρίχνει μούντζες. Να κοπανάει με δύναμη το τραπέζι όταν διαφωνεί. Να κουνάει επιδεικτικά το δάχτυλό του και να φωνάζει, να απειλεί, να τεντώνεται σε «ξερεισποιοσειμαιγωρεσμούς». Το βλέπεις και στο δρόμο. Συζητάει με τον συνοδηγό, και το χέρι πότε κοπανάει στην πόρτα, πότε τεντώνεται οριζόντια με νευρικούς σπασμούς στην παλάμη, πότε είναι έτοιμο να σ’ αρπάξει, κι έτσι χωρίς λόγο να σε κοπανάει με δύναμη πάνω στο αμάξωμα. Να ρίχνει στην κάλπη το ψηφοδέλτιο που τα εκφράζει όλα αυτά όσο καλύτερα γίνεται. Δεν έχει πολιτική ή ταξική ταυτότητα. Το βλέπεις σε Cayenne, το βλέπεις και σε κάτι σαράβαλα.

Τέτοια πράγματα. Τέτοιες εικόνες. Τέτοιες παράνοιες με αυτό το χέρι. Με φοβίζει ο τσαμπουκάς σε ετοιμότητα και ο ωχαδερφισμός που βγάζει. Αυτή η επίδειξη απάθειας που μοστράρει μπροστά στα μάτια μου προσπερνώντας με 100 χλμ./ώρα. Το ίδιο και όλοι αυτοί οι συνειρμοί που βγάζει, χωρίς καν να ξέρω τον άνθρωπο που το κρεμάει έτσι έξω από το παράθυρο.


Αυτά είναι, που λες, τα δικά μου προβλήματα. Ούτε οι πολιτικοί, ούτε τα κόμματα, ούτε τα μνημόνια, οι αγανακτισμένοι, οι Τσολάκογλου το Δ΄ Ράιχ, οι Μπόμπολες, οι Αλαφούζοι, οι συριζοκαμμένοι, και ξέρω γω τι. Αυτό το χέρι με φρικάρει. Που, με ή χωρίς μνημόνια, εθνοπροδότες και εθνοσωτήρες, θα συνεχίσει να κρέμεται με την ίδια απάθεια για τους γύρω του. Όπως κρέμεται χρόνια τώρα, και τελευταία απλά μουντζώνει δεξιά και αριστερά μπας και εξιλεωθεί.



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...